Διαβήτης Τύπου 2 / Αντοχή στην Ινσουλίνη / Προδιαβήτης

Ο Διαβήτης Τύπου 2 είναι μια βλάβη στον τρόπο που το σώμα ρυθμίζει και χρησιμοποιεί το σάκχαρο (γλυκόζη) σαν καύσιμο. Αυτή η μακροχρόνια (χρόνια) κατάσταση έχει ως αποτέλεσμα παρουσία υψηλών ποσοτήτων σακχάρου στην κυκλοφορία του αίματος. Σταδιακά, τα υψηλά επίπεδα σακχάρου μπορεί να οδηγήσουν σε δυσλειτουργίες του κυκλοφορικού, του νευρικού και του ανοσοποιητικού συστήματος. Ο Διαβήτης Τύπου 2 ήταν γνωστός σαν διαβήτης με έναρξη στην ενήλικη ζωή, αλλά και ο Διαβήτης Τύπου 1 και ο Διαβήτης Τύπου 2 μπορούν να ξεκινήσουν είτε κατά την παιδική ηλικία είτε μετά την ενηλικίωση. Ο Διαβήτης Τύπου 2 είναι πιο συχνός στους μεγαλύτερους ενήλικες, αλλά η αύξηση του αριθμού των παιδιών με παχυσαρκία έχει οδηγήσει σε περισσότερες περιπτώσεις νέων ανθρώπων με Διαβήτη Τύπου 2.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ο αριθμός των ανθρώπων με Διαβήτη Τύπου 2 αυξήθηκε από 108 εκατομμύρια το 1980 σε 422 εκατομμύρια το 2014. Ο επιπολασμός αυξήθηκε πιο γρήγορα στις χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος από ότι στις χώρες με υψηλά εισοδήματα. Ο Διαβήτης είναι κύρια αιτία τύφλωσης, ανεπάρκειας νεφρών, καρδιακών προσβολών, εμφράγματος και ακρωτηριασμού των κάτω άκρων. Μεταξύ του 2000 και του 2019, υπήρξε αύξηση 3% στον δείκτη θνησιμότητας των ανθρώπων με διαβήτη ανάλογα με την ηλικία τους. Το 2019, ο διαβήτης και η νεφρική ανεπάρκεια προκάλεσαν περίπου 2 εκατομμύρια θανάτους.

Ο Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 2 (T2DM), μια από τις πιο κοινές μεταβολικές διαταραχές, προκαλείται από τον συνδυασμό δύο πρωταρχικών παραγόντων: ελαττωματική (μειωμένη) απέκκριση ινσουλίνης από τα β-παγκρεατικά κύτταρα και ανικανότητα των ευαίσθητων στην ινσουλίνη ιστών να ανταποκριθούν κατάλληλα στην ινσουλίνη. Λόγω του ότι η απελευθέρωση και η δραστικότητα της ινσουλίνης είναι απαραίτητες διαδικασίες για την ομοιόσταση της γλυκόζης, οι μοριακοί μηχανισμοί που εμπλέκονται στη σύνθεση και την απελευθέρωση της ινσουλίνης, όπως και στην ανίχνευσή της, είναι ισχυρά ρυθμιζόμενοι. Ανωμαλίες σε οποιονδήποτε από τους εμπλεκόμενους μηχανισμούς μπορεί να οδηγήσουν σε μεταβολική ανισορροπία υπεύθυνη για την εξέλιξη της νόσου.

Μυο-Ινοσιτόλη

Ασθενείς (23.1% άνδρες, μέση ηλικία 60.8 ± 11.7 έτη) έλαβαν για τρεις μήνες έναν συνδυασμό Μυο-Ινοσιτόλης (550 mg) και D-Chiro-Ινοσιτόλης (13.8 mg) από το στόμα δύο φορές την ημέρα σαν συμπλήρωμα στα φάρμακά τους που μείωναν τη γλυκόζη. Πιθανά περιστατικά ανεπιθύμητων ενεργειών ερευνήθηκαν. Μετά από τρεις μήνες θεραπείας η γλυκόζη νηστείας στο αίμα (192.6 ± 60.2 versus 160.9 ± 36.4; p = 0.02) και τα επίπεδα γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) (8.6 ± 0.9 versus 7.7 ± 0.9; p = 0.02) μειώθηκαν σημαντικά σε σύγκριση με τις τιμές έναρξης. Δεν υπήρχε σημαντική διαφορά στην πίεση του αίματος, το λιπιδικό προφίλ, και τα επίπεδα του δείκτη μάζας σώματος (BMI). Κανείς από τους συμμετέχοντες δεν ανέφερε παρενέργειες. Συμπερασματικά, η χορήγηση συμπληρώματος με συνδυασμό Μυο-Ινοσιτόλης και D-Chiro Ινοσιτόλης είναι μια αποτελεσματική και ασφαλής στρατηγική βελτίωσης του γλυκαιμικού ελέγχου στον Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 2 (T2DM). Int J Endocrinol. 2016; 2016: 9132052 Published online 2016 Oct 11. doi: 10.1155/2016/9132052 Η Μυο-Ινοσιτόλη και η Μετφορμίνη, που συνδέονται με τον τρόπο ζωής, είχαν και οι δύο σημαντικά ωφέλιμα αποτελέσματα στην προγεστερόνη ορού και τα επίπεδα προλακτίνης, τις διαταραχές εμμηνορησιακού κύκλου και τα ποσοστά εγκυμοσύνης σε ασθενείς χωρίς σοβαρές δυσλειτουργίες του μεταβολισμού των υδρογονανθράκων. Παρόλα αυτά, δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις ομάδες της Μετφορμίνης και της Μυο-Ινοσιτόλης. Σημαντικά αποτελέσματα στα επίπεδα των ορμονών και τα συμπτώματα επιτεύχθηκαν με το συνδυασμό και των δύο θεραπειών, ενώ τα επίπεδα της ινσουλίνης δίαιτας στον ορό βελτιώθηκαν ελαφρώς. Επιπλέον, ο δείκτης μάζας σώματος (BMI) ήταν μέτρια αλλά όχι σημαντικά υψηλότερος στις ομάδες της Μετφορμίνης και του συνδυασμού Μυο-Ινοσιτόλης και Μετφορμίνης. Eur Rev Med Pharmacol Sci 2017; 21 (2 Suppl): 77-82

** All data above are published as clinical trials and do not refer to EFSA claims. This means that they do not intend to be medical or therapeutical advice.